μανιώνω

μανιώνω
μάνιωσα, μανιωμένος, βλ. μανιάζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μανιώνω — [μανία] 1. καταλαμβάνομαι από μανία, γίνομαι μανιακός, τρελαίνομαι 2. οργίζομαι πάρα πολύ, γίνομαι έξω φρενών 3. μέσ. μανιώνομαι (για τα στοιχεία τής φύσης) επέρχομαι ορμητικά, βίαια …   Dictionary of Greek

  • αμάνιωτος — η, ο [μανιώνω] αυτός που δεν μάνιωσε, που δεν κατέχεται από οργή …   Dictionary of Greek

  • μάνιωμα — το [μανιώνω] μεγάλη αγανάκτηση, υπερβολικός θυμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”